ὑγίανσις

ὑγίανσις
ὑγῐ-ανσις, εως, ,
A restoration to health, opp. νόσανσις, Arist.Ph.225b31, al., cf. Metaph. 1068a30, EE1219a15 (with v.l. [full] ὑγίασις), Gal.Thras.27, Herm. in Phdr.p.66 A.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑγίανσις — restoration to health fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγίανσις — άνσεως, και δ. τ. ὑγίασις, άσεως, η, Α βλ. υγίαση …   Dictionary of Greek

  • ὑγιάνσει — ὑγίανσις restoration to health fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑγιάνσεϊ , ὑγίανσις restoration to health fem dat sg (epic) ὑγίανσις restoration to health fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγίανσιν — ὑγίανσις restoration to health fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήρανση — η (AM γήρανσις) το να γερνάει κανείς ή το να παλιώνει κάτι νεοελλ. οι προοδευτικές αλλοιώσεις τών κυττάρων, τών οργάνων ή και ολόκληρου τού οργανισμού κατά τη διάρκεια τής ενήλικης ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηράσκω, κατά το πρότυπο τού υγίανσις] …   Dictionary of Greek

  • καθυγίασις — καθυγίασις, ἡ (Α) τέλεια θεραπεία, γιατρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑγίασις (αντί τού ὑγίανσις < ὑγιαίνω), πιθ. αναλογικά προς το καθ αγίασις (< καθ αγιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • νόσανσις — νόσανσις, ἡ (Α) το να ασθενεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. *νοσαίνω, κατά το σχήμα υγίανσις: υγιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • υγίανση — η / ὑγίανσις, άνσεως, ΝΑ, και δ.τ. ὑγίασις Α [ὑγιαίνω] η αποκατάσταση τής υγείας, θεραπεία νεοελλ. μτφ. η μετατροπή ενός τόπου ή ενός χώρου σε υγιεινό, με επίλυση τών προβλημάτων και εξουδετέρωση τών ελλείψεων, εξυγίανση …   Dictionary of Greek

  • ὑγιάνσεως — ὑγιάνσεω̆ς , ὑγίανσις restoration to health fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”